- ὀκέλλει
- ὀκέλλωrunpres ind mp 2nd sgὀκέλλωrunpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκέλλω — ὀκέλλω (Α) 1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά 2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω 3. μτφ. φτάνω («ἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.) 4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης»,… … Dictionary of Greek